- ἄοικα
- ἄοικαἄοικοςhouseless: neut nom /voc /acc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἄοικα — ἄοικος houseless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικητικός — οἰκητικός, ή, όν (Α) [οικητής] 1. (σχετικά με ζώα) αυτός που είναι συνηθισμένος σε μόνιμη διαμονή, σε σταθερή κατοικία, κατοικίδιος («[τῶν ζῴων] τὰ μὲν οἰκητικά, τὰ δὲ ἄοικα», Αριστοτ.) 2. αυτός που χρησιμεύει ως τόπος διαμονής ή αυτός που είναι… … Dictionary of Greek